- καταζαίνω
- κατ-αζαίνω, aor. iter. καταζήνασκε: make dry, dry up, Od. 11.587†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
καταζαίνω — (Α) στεγνώνω, ξηραίνω, αποξηραίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀξαίνω «ξηραίνω»] … Dictionary of Greek
καταζήνασκε — καταζαίνω make dry aor ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)